- ἐφευρετής
- ἐφευρετήςinventormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφευρέτης — ο, θηλ. εφευρέτις και εφευρέτρια (ΑΜ ἐφευρέτης, ὁ, θηλ. ἐφευρέτρια, Μ και φευρετής) νεοελλ. αυτός που κάνει μια εφεύρεση μσν. αρχ. αυτός που επινοεί, αυτός που μηχανεύεται (α. «εφευρέτης τού τηλεφώνου» β. ἐφευρετὰς κακῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εφευρέτης — ο εκείνος που έκανε κάποια εφεύρεση, που επινόησε κάτι: Ο εφευρέτης του τηλεφώνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφευρεταῖς — ἐφευρετής inventor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρεταί — ἐφευρετής inventor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετοῦ — ἐφευρετής inventor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετῇ — ἐφευρετής inventor masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετήν — ἐφευρετής inventor masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρετῶν — ἐφευρετής inventor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Τσαμουρτζής, Ευάγγελος — (Πέργαμος, Μικρά Ασία 1888 – Αθήνα 1965). Έλληνας εφευρέτης, κουρδιστής και μουσικός. Τυφλός από παιδί, το 1910 πηγαίνει στην Αθήνα για μουσικές σπουδές στο Ωδείο Aθηνών. Με την υποστήριξη του τότε διευθυντή του Ωδείου Γ. Νάζου, συνεχίζει τις… … Dictionary of Greek